2017 – Αίθουσα τέχνης Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου, Αθηνά
Βιωματικές στρωματογραφίες, αναπάντεχες επικαλύψεις, άγρια τεχνική σε εσωτερική ενδοσκοπική διερεύνηση με ποιητική και γλυκιά απόδοση : τα εικαστικά παλίμψηστα της Μαριγώς Κάσση.
Δρ. Λίνα Τσίκουτα – Δεϊμέζη
Ιστορικός τέχνης
Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
Τα νέα έργα της Μαριγώς Κάσση εντυπωσιάζουν με την συνέπεια, την σύνδεση και την αλληλουχία ανάμεσα στο θέμα, την τεχνική και το εννοιολογικό υπόβαθρο της δημιουργίας της. Πολλά αντιθετικά στοιχεία σε πολλά επίπεδα ξαφνιάζουν με την μελετημένη γέννηση και εξέλιξη των έργων.
Η τεχνική καθορίζει και το εννοιολογικό πλαίσιο και το εικονογραφικό και την ολοκλήρωση του έργου. Με μία επίπονη, χρονοβόρα διαδικασία η καλλιτέχνης δημιουργεί την πρώτη ύλη της η οποία αποτελεί και το υπόστρωμα και την επιφάνεια. Το υλικό της το δημιουργεί χρησιμοποιώντας χειροποίητα χαρτιά πάνω σε γάζα, τα οποία κερώνει, σκίζει, χρωματίζει, επανασυνδέει με κλωστές, φωτογραφίες, επιζωγραφίσεις, πλεκτά από νήμα, και χρώματα μαύρα, γκρίζα, κόκκινα βυσσινί. Η Μαριγώ κατά την διαδικασία προετοιμασίας των χαρτιών, μετά το σκίσιμο, στη συνέχεια, από προσωπική επιλογή, τα ξαναενώνει, τα παραθέτει σε διαδοχικά επίπεδα, τα κολλάει και τα ράβει με γερή κλωστή, αυτή που χρησιμοποιούν οι ψαράδες για τα δίχτυα τους. Σε αυτή τη διαδικασία, καθώς τα ενώνει και τα στερεώνει συγχρόνως τα πληγώνει. Τελικά, μέσα από την καταστροφή δημιουργείται κάτι εντελώς καινούργιο, αέρινο, διάφανο, με αισιόδοξα χρώματα και χάρτινες πινελιές.
Η ίδια η καλλιτέχνης παρομοιάζει το έργο της με «κουρέλια», όπως παλιά οι γυναίκες, από ανάγκη, αλλά και με γνώση, ένωναν τα κομμάτια από τα υφάσματα για να κάνουν κουρελούδες. Η ίδια ομολογεί: «Κανείς δεν φαντάζεται πόσο ανθεκτικό είναι αυτό το πολύ λεπτό χαρτί, πόση ταλαιπωρία μπορεί να αντέξει. Μία επεξεργασία σα βασανιστήριο.». Το χαρτί, με όλη αυτή τη διαδικασία, εύκολα παραπέμπει στην ύπαρξη, στο σώμα, στην ανθρώπινη αντοχή και υπομονή. Η βίαιη διαδικασία σκισίματος και ραψίματος του λεπτεπίλεπτου χαρτιού, το τραύμα που επουλώνεται και αναδημιουργείται, καταλήγει παραδόξως, από μία εσωτερική ανάγκη, σε χαρά της δημιουργίας για την Κάσση και σε ανάταση ψυχής για το θεατή.
Η ενσωμάτωση φωτογραφιών της ιδίας σε παιδική ηλικία, όπως στο «Ταξίδι στην Αίγινα» με τη μητέρα της, και άλλα ίχνη από προσωπικές βιωματικές στιγμές, όπως στα «Βλέμμα» ή «Kαθρέφτης – παιδί», με απλότητα, και διακριτικότητα προσδίδουν στην όλη σύνθεση συγκίνηση, αινιγματικότητα και ψυχαναλυτική διάσταση. Τα συγκεκριμένα έργα είναι όλα του 2016 και μικρών διαστάσεων.
Γενικότερα, τα έργα, εικονογραφικά, αν και κυρίως αφαιρετικά, εκτός από τα συναισθήματα που δημιουργούν στο θεατή, από την ίδια την τεχνική τους, αφήνουν να διαφαίνονται και ίχνη, μνήμες, φωτογραφίες, ή το σήμα κατατεθέν της, το σύμβολο που επανέρχεται, το κοριτσάκι που τρέχει. Φιγούρες που αιωρούνται με τα χέρια ανοιχτά, όπως το έργο «Στο κενό», έργο με δέκα κάθετα σκληρά ραψίματα, ή εικόνες της Ακρόπολης και του Παρθενώνα με σκιές από μικρά κοριτσάκια, παραπέμπουν επίσης σε μνήμες και βιώματα. Από τα βαθιά σκοτάδια, πάντα αναπηδούν οι κόκκινες, βυσσινί πινελιές σαν ξεχείλισμα ζωής.
Οι ενότητες των έργων, εξελικτικά, διαφοροποιούνται, μιας και παρουσιάζουν πιο ήρεμη αίσθηση στα παλαιότερα έργα, ενώ στα τελευταία, προσλαμβάνουν πολύ πιο έντονα εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά. Στο «Βουνό», του 2017, τα σκληρά σχήματα, οι ροές χάρτινων κομματιών σαν βράχια, σαν βροχή, σαν φλόγες πυράκτωσης, δημιουργούν έντονη κίνηση, ενώ τα μικρά χαρτιά θυμίζουν βίαιη χειρονομιακή πινελιά. Ακόμη και οι τίτλοι, απλοί, μελετημένοι, όπως η «Ρωγμή», επίσης του 2017, εκφράζουν απόλυτα την ζωγράφο και ενισχύουν την επικοινωνία του θεατή με τα έργα.
Τα έντονα κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία των έργων, καλά επεξεργασμένα, είναι τέσσερα. Το καθαρά ενδοσκοπικό, βιωματικό έναυσμα ενισχύεται από την βίαιη και σύνθετη τεχνική, εμπλουτίζεται από την διαστρωμάτωση και τις επικαλύψεις και τέλος, παρά την εσωτερική και ψυχική ένταση, το αποτέλεσμα παρουσιάζει παραδόξως συνθέσεις με ήπιο, ανάλαφρο και ποιητικό αποτέλεσμα.
Τα έργα της Μαριγώς αποτελούν παλίμψηστα μνήμης, με βιωματική διαδικασία, μιας ψυχαναλυτικής διάστασης, όπου το τραύμα ως μνήμη και ως βίωμα καταλήγει σε ποιητικότητα και ομορφιά της ύπαρξης, προσδίδοντας μία ευχαρίστηση.
2009 Εγκατάσταση, Μέδουσα Αίθουσα Τέχνης, Αθήνα.
Ο άντρας που έβλεπε
Του Ηλία Μαγκλίνη
Δημοσιογράφος και συγγραφέας
Η ανοησία των αντρών όταν πάνε φαντάροι, την περίοδο που περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη ισχυρίζονται ότι όλες οι γυναίκες είναι« πουτάνες εκτός από τη μάνα σου» – τη στιγμή που η μεγαλύτερη πουτάνα απ’ όλες είναι η μάνα σου. Όλες οι άλλες γυναίκες που καλούνται να παίξουν το ρόλο της ερωμένης, της συντρόφου ή της συζύγου, είναι εντελώς αθώες συγκριτικά με τη συντριπτική ενοχή της μάνας. Αλλά αυτό που ζητούν οι άντρες από τις γυναίκες αυτές, είτε για μια νύχτα είτε για μια ζωή, είναι να ενσαρκώσουν την ενοχή που τους μετάγγισε η μάνα· στις γυναίκες αυτές είναι που θέλουν να κάνουν τόσο δυνατά, τόσο βίαια έρωτα, για να ουρλιάξουν όπως ούρλιαξε η μάνα τους τη στιγμή που τους γεννούσε. Οι άντρες θέλουν η κραυγή της γέννας να επιβιώσει πάση θυσία. Ίσως οι γυναίκες δεν έχουν ανάγκη από αυτή την ενοχή, ίσως επειδή μπορούν να ξεπληρώσουν το χρέος τους μέσα από τον δικό τους τοκετό – ίσως. Σε αυτό, ο Κωστής δεν ξέρει να δώσει μιαν απάντηση. Είναι άντρας και πιστεύει ότι έχει απαντήσεις μόνο για τους άντρες. τους άντρες που δεν παύουν ποτέ να πιστεύουν – κι ας μην το παραδέχονται ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό- ότι θα ξαναγεννηθούν μέσα από το σμίξιμο με μια κοπέλα που ερωτεύτηκαν ή απλώς τους καύλωσε. Κι οι γυναίκες το καταλαβαίνουν καλά. Όσο γι’ αυτό ο Κωστής είναι βέβαιος. Είναι το μεγάλο όπλο των γυναικών, κι αυτή είναι -όλη κι όλη- η επιβεβαίωση των αντρών. Ένα πιστοποιητικό αυτοσαρκασμού – και τι ‘ναι ο σαρκασμός; Η βορά της σάρκας.
Οι άναρχες σκέψεις του Κωστή, του νεαρού ήρωα ανέκδοτου διηγήματος που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.
Η ιστορία είναι αυτή: Ο Κωστής εργάζεται στην επιχείρηση του πατέρα του, υπόγειο, πολυώροφο πάρκινγκ με σταθερούς πελάτες, μεταξύ αυτών, γυναίκες που εργάζονται στην περιοχή. Κάποιες από αυτές τις γυναίκες αφήνουν ολόκληρο το μπρελόκ με τα κλειδιά τους στο αυτοκίνητο κάθε πρωί – όχι μόνον το κλειδί του αυτοκινήτου μα κι εκείνα του σπιτιού τους: κλειδί εισόδου κι εξώπορτας. Έτσι, ο Κωστής βγάζει αντικλείδια, ελέγχει πόση ώρα περνάνε στις δουλειές τους και εισβάλλει στα σπίτια αυτών που ζούνε μόνες.
Ξέρει πότε να πάει, ξέρει πότε να φύγει, χωρίς ν’ αφήνει ποτέ ίχνη πίσω του. Ξαπλώνει στο κρεβάτι τους· λούζεται στο μπάνιο τους· πλένει τα δόντια του με την οδοντόβουρτσά τους· εκσπερματώνει στις αχρησιμοποίητες σερβιέτες τους ποτίζει τα φυτά και ταΐζει τα ζώα τους· ξεφυλλίζει προσωπικά ημερολόγια, διαβάζει τα μυστικά τους και αντιγράφει αποσπάσματα σε ένα δικό του σημειωματάριο· ξεθάβει οικογενειακά άλμπουμ· ανοίγει συρτάρια και οικειοποιείται εσώρουχα· ανακαλύπτει ερωτικά βοηθήματα, επιστολές αυτοκτονίας που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, γαργαλιστικά, απελπισμένα, υβριστικά γράμματα αντρών και πατέρων, κι ακόμα πιο ψυχοβγαλτικές, μισοσκισμένες, τσαλακωμένες επιστολές από-και-προς τη μητέρα τους· και βέβαια, ανοίγει τις ντουλάπες των γυναικών: φωτογραφίζει το εσωτερικό τους, τα κρεμασμένα φορέματα, μυρίζει το άρωμα του κορμιού τους στα πουκάμισα και τις μπλούζες. Επιστέφοντας σπίτι του εμπλουτίζει το «φάκελο» της καθεμιάς. Μετά από χρόνια βασανιστικής αϋπνίας, τώρα απολαμβάνει έναν βαθύ, γαλήνιο, βιταμινούχο ύπνο. Χωρίς όνειρα.
Μη με ρωτήσετε τι γίνεται μετά – ακόμα δεν ξέρω ούτε κι εγώ ο ίδιος που το γράφω. Προς το παρόν, αρκούμαι στην έλξη που μου ασκεί το αντρικό, αδιάκριτο έως και βίαιο, βλέμμα πάνω στον ιδιωτικό κόσμο των γυναικών. Η ειρωνεία τώρα είναι ότι αισθάνθηκα λίγο όπως ο Κωστής, παρακολουθώντας τη Μαριγώ να σχεδιάζει, να επινοεί, να αναπλάθει παρόμοιους γυναικείους κόσμους, έτσι όπως μπορεί να τους φανερώσει, διαθλαστικά ή και παραμορφωμένα, το εσωτερικό της ντουλάπας τους.
Βλέποντας στο εργαστήρι της μερικά μόνο από αυτά τα μικρά κομψοτεχνήματα που δημιουργούν σύμπαντα-βρέφη, ακούγοντας τα θραύσματα των γυναικείων σκέψεων, εξομολογήσεων, αναμνήσεων, ονείρων κι εφιαλτών που αλίευσε ως άλλος συγγραφέας η Μαριγώ – μια κατ’ εξοχήν καλλιτέχνιδα της εικόνας κατά τα άλλα- σκέφτηκα ότι τη «βρωμοδουλειά» του Κωστή πρόλαβε και την έκανε η Μαριγώ. Αυτό δεν είναι καλό για τον Κωστή και τις αϋπνίες του – είναι όμως καλό για τη Μαριγώ.
Παρακολουθώ εδώ και χρόνια τη δουλειά της Μαριγώς, τη ζωγραφική και κυρίως τις εγκαταστάσεις της. Τα «φορεματάκια» της, τις σκιές των μικρών κοριτσιών που τρέχουν κάπου στο χρόνο και χάνονται παίζοντας, κλαίγοντας, στοιχειώνοντας μνήμες. Επίσης, τις παρεμβάσεις της στην πολύ ενδιαφέρουσα συλλογική («γυναικεία») δουλειά του «Indoors»· σκέφτομαι ότι όλα είναι σα να με προετοίμασαν για τη νέα αυτή δουλειά της, η οποία διαθέτει το πολύ έντονο στοιχείο της έκπληξης. Κι η έκπληξη εδώ προέρχεται κυρίως από το γεγονός ότι με αυτή τη σειρά των τόσο κοινών μα την ίδια στιγμή αυτόνομων, μοναδικών, εγκαταστάσεων, η Μαριγώ μετατρέπει το απολύτως οικείο σε κάτι ανοίκειο.
Τι πιο οικείο άλλωστε, τι πιο τετριμμένο από μια ντουλάπα; Να όμως που εδώ πραγματώνεται μια καίρια, δραστική αντιστροφή: γλιστράμε στο σύμπαν του αλλότριου και δεν κοιτάζουμε πια τη φωτογραφία αλλά το αρνητικό της περνάμε στην άλλη πλευρά του καθρέφτη, σε μια ζώνη λυκόφωτος. Διόλου τυχαία, οι αγγλοσάξονες μιλούν για τους «σκελετούς που κρύβει ο καθένας μας στην ντουλάπα του». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και εδώ – όμως μην περιοριστεί ο νους σας στο κακό, διότι στις ονειροφαντασίες της Μαριγώς δεν κατοικούν μόνον τρομακτικοί σκελετοί. Πρώτ’ απ’ όλα, δεν λείπει το διακριτικό, υπαινικτικό, πλάγιο χιούμορ – αυτό το «παιδί της μελαγχολίας», όπως αποκαλούσε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το χιούμορ. Υπάρχει ακόμα μια κάποια αύρα νοσταλγίας, ποτέ όμως εύκολης αναμνησιολογίας. Κυρίως όμως μιλάμε, νομίζω, για σκόπιμα αμφίλογες καταστάσεις που πηγάζουν από φορτωμένα υποσυνείδητα: της ίδιας της καλλιτέχνιδας μα και των φωνών που ακούμε κοιτάζοντας το εσωτερικό αυτών των ντουλαπιών. Μόνο που δεν ξέρω τι γέννησε τι πρώτο: είναι φορές που οι σκόρπιες, αποσπασματικές αφηγήσεις γεννάνε μιαν εικόνα και άλλες όπου η εικόνα προπορεύεται, σχολιάζει, συμπληρώνει τον λόγο. Αλλά ίσως να μην έχει και τόση σημασία. Ίσως αυτό να είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της έκθεσης.
Ευτυχώς, τα έργα αυτά δεν υπακούουν σε έναν βλοσυρό φορμαλισμό αλλά έχουν κάτι παιγνιώδες, σα να μην παίρνουν και πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει εδώ τίποτα το περισπούδαστο, σοβαροφανές.
Πώς τα βλέπω; Σαν φαντασιώματα που τρυγίζουν την ευαισθησία μας, ανεξερεύνητους σκιερούς όγκους και σχήματα που κρύβουν άλλοτε μουγγά δράματα και ανήκεστα τραύματα κι άλλοτε λυπημένα χαμόγελα, δάκρυα χαράς μα και σκέψεις υγρές, πονηρές. Εισβάλλοντας με το βλέμμα μου, δοκιμάζω έναν στιγμιαίο κραδασμό της συνείδησης, αφήνομαι σε θροΐσματα της μνήμης, σ’ ένα πολύκλωνο μουρμουρητό και ταυτόχρονα σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σμίκρυνση του τραγικού: κάθε άνθρωπος, όσο μικρός κι αν νιώθει, κάθε οικογένεια, όσο φυσιολογική κι αν αισθάνεται, είναι δυνάμει και μια τραγωδία ίσως το ορθότερο εδώ θα ήταν να λέγαμε τραγικωμωδία, αφού, ως γνωστόν, τόσο στον μεγάλο έρωτα αλλά και στο μεγάλο πένθος του ανθρώπου, υπάρχει κάτι κωμικό ή και γελοίο ακόμα.
Η ουσία εδώ είναι η ποιητική ανάφλεξη, όπως κι αν την αισθανόμαστε, είτε μέσα από το πρίσμα του τραγικού ή του κωμικού. Διότι στις εγκαταστάσεις αυτές πιστεύω ότι συνυπάρχουν σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και είναι συνολικά μια δουλειά στην οποία δεν υπάρχει, νομίζω, τίποτα το ακύμαντο ή μονότονο παρά μόνον μια αράγιστη ενότητα, με τη δική της αυτόνομη αλλά ανοιχτή σε προτάσεις και ερωτήματα πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα υπέρτερη, αυθύπαρκτη. Σωματική.
Καλώς ή κακώς, το δικό μου βλέμμα δεν είναι παρά ένα αντρικό βλέμμα, όπως του Κωστή. Ένα αντρικό βλέμμα μέσα σε έναν κόσμο γυναικών – που, στην περίπτωση των έργων αυτών, μ’ έναν απροσδόκητο τρόπο γίνεται και δικός μου κόσμος. Πάνω απ’ όλα, σε ένα αυστηρά προσωπικό επίπεδο, απολαμβάνω αυτή την ανέλπιστη συνάντηση ενός φασματικού νεαρού όπως είναι ο Κωστής με την πολύ πραγματική αλλά και αλαφροΐσκιωτη Μαριγώ. Και χαίρομαι επιπλέον διότι, επιτέλους, ο Κωστής βρήκε το δάσκαλό του – τη δασκάλα του μάλλον.
Προπάντων όμως, εμείς όλοι, ως θεατές, χανόμαστε μέσα σε κόσμους· τα άλλοτε σκοτεινά κι άλλοτε ονειρικά αυτά ντουλάπια της Μαριγώς κατορθώνουν ακριβώς αυτό.
*Ο Ηλίας Μαγκλίνης γεννήθηκε στην Κινσάσα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό το 1970. Γράφει στην εφημερίδα «Καθημερινή». Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε περιοδικά και ανθολογίες. Το πρώτο του βιβλίο, «Σώμα με σώμα» (μυθιστόρημα, 2005) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Το τελευταίο βιβλίο του, «Η ανάκριση» (νουβέλα, εκδ. Κέδρος), κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 2008.
Η άλλη όψη του reality
Από τη Μαρία Μαραγκού
Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009
Ο θεατής βλέπει 17 ντουλάπες κουκλόσπιτου, μικρογραφία δηλαδή μιας ντουλάπας σκοτεινής με καθρέφτη στην εξωτερική του πλευρά, την πόρτα που κλείνει, αφήνοντας τον χρήστη της με τον πιο δικό του ή τον πιο ξένο «άνθρωπο», τον εαυτό του.
Το εσωτερικό, ημιφωτισμένο, διαθέτει διαφορετικό περιεχόμενο. Η Μαριγώ Κάσση κάνει μια έκθεση με 17 διαφορετικές ζωγραφιές-κατασκευές στις ίδιες μικροσκοπικές ντουλάπες, μια δουλειά χειροτεχνίας με μέσον το μυστικό.
Με δυο λόγια, ταυτίζει το έργο με την ιστορία που του αντιστοιχεί και την εικαστική δράση με το ζήτημα της εμπιστοσύνης, της εξομολόγησης, της μοιρασιάς.
Γιατί ντουλάπα;
Η ντουλάπα είναι ό,τι πιο ιδιωτικό. Το πλησιάζουμε γυμνοί και μέσα από το περιεχόμενό του φτιάχνουμε το καθημερινό μας ίματζ, επιλέγουμε το προσωπείο ή απλά τακτοποιούμε τις ανάγκες μιας όποιας ένδυσης-υπόδησης.
Η ντουλάπα αποτελεί επίσης κρυψώνα, μην ξεχνάμε τα παιδικά μας χρόνια και τα κρυμμένα μπισκότα στην ντουλάπα της γιαγιάς, αλλά και μυστικό κόσμο για τους μικρούς. Φωλιά, έκπληξη, προετοιμασία δράσης. Τέλος, ενοχικό τόπο ενηλίκων, συμβολικό εξομολογητήριο με κατάληξη την ανακούφιση ή το επιτίμιο μιας τιμωρίας.
Η Μαριγώ Κάσση φτάνει στην ιδέα της επεξεργασίας της εξομολόγησης, έχοντας διασχίσει εμπειρίες της ζωγραφικής και της κατασκευής, έχοντας δουλέψει στο μεγάλο τελάρο και το μικρό χειροποίητο χάρτινο φόρεμα. Κυρίως, και αυτό νομίζω ότι την οδήγησε στη σημερινή της δουλειά, βάρυνε η συλλογική διαδικασία παραγωγής έργου στο κλειστό διαμέρισμα με τη Βάλυ Νομίδου, τη Σπυριδούλα Πολίτη και τη Μαίρη Χρηστέα όπου εξαντλήθηκαν ως «Indoors» εξομολογούμενες, συμπράττουσες και ενίοτε συν-κατοικούντες.
Η κάθε γυναίκα που εξομολογείται, φωτίζει την ίδια εκείνη στιγμή ένα κομμάτι άγνωστο έως τότε. Η καλλιτέχνις μπαίνει στη διαδικασία των παλιών καλλιτεχνών, μάγων-γιατρών, παίρνει το βάρος πάνω της και αναλαμβάνει να το ελαφρύνει με έναν τρόπο αποκαλυπτικό για την εξομολογούμενη, κρυφό για οποιονδήποτε άλλο.
Ο θεατής βλέπει εικόνες που κρύβονται πίσω από την πόρτα της ντουλάπας, η οποία κρατά τα μυστικά. Το εσωτερικό διαθέτει σαλόνι, τραπεζαρία, κήπους, τάφους, βαλίτσες, πρόσωπα, σκάλες, φωτιστικά ακόμη και συνομιλίες στη διάρκεια ενός οικογενειακού γεύματος.
Είναι ένα είδος μικρογραφίας, γνωστό από το παρελθόν για την Κάσση, οργανωμένο με γιαπωνέζικα και άλλα χειροποίητα χαρτιά, νήματα, σύρμα, μεταξωτές κορδέλες, ζωγραφική με λάδι, πηλό, ακουαρέλα, πλεξιγκλάς, φωτογραφίες ακόμη και κρύσταλλα swarowski, φως και ήχο.
Ενα ολόκληρο περιβάλλον δωματίου κλειστού όπου η αφήγηση έχει παρέλθει και εδώ, παραμένουν τα ίχνη της, πρώτη ύλη για την όποια περαιτέρω ιστορία μπορεί να δημιουργήσει ο θεατής.
Η όλη έκθεση έχει τη δομή της αφήγησης, αλλά μη αποκαλύπτοντας το μυστικό, επιτρέπει στο καθένα να συνεχίσει με τη δική του αποκάλυψη ή την επινόηση ενός δεύτερου μυστικού.
Η εικαστική παρουσία ισχυροποιείται από την ιδέα, που παραμένει τρυφερή, ευαίσθητη και παιγνιώδης ακόμη και αν σημασιοδοτεί τον θάνατο.
Η τέχνη μπορεί και δικαιούται να επεμβαίνει στη ζωή και να την αλλάζει στο καλύτερο, ενεργοποιώντας τη διαδικασία μιας κάθαρσης.
Η Μαριγώ Κάσση, σε μια καλή στιγμή της πορείας της, γίνεται αυτήκοος μάρτυρας αλλά δεν καταγγέλλει, δεν κρίνει, δεν συμβουλεύει. Αντλεί από αυτό το ιδιότυπο reality στο οποίο παίζουν ζωές, σε μια πραγματικότητα που μπορεί να έχει θεατές σε μικρά νούμερα και να θεραπεύει πληγές, σε αντιστοιχία εξομολογητή-εξομολογούμενου. Με έναν τρόπο, δουλεύοντας τα λιλιπούτεια δωμάτια, πέρασε την πορεία της στην τέχνη, με εικόνες που χρησιμοποίησε κάποτε αλλά και αναφορές σε στιγμές της ιστορίας της τέχνης, μια και ο σουρεαλισμός ενός μυστικού εκφράζεται μόνο με καρέκλες που πετούν σε ένα περιβάλλον κονστρουκτιβισμού. Και κρατώντας τα μυστικά που της εξομολογήθηκαν έκανε τομή στην ποιότητα της δουλειάς της, επιμένοντας στα ουσιώδη.
ΥΓ: Ενδιαφέρον, το κείμενο που συνοδεύει τον κατάλογο της έκθεσης που υπογράφει ο Ηλίας Μαγκλίνης, ένα απόσπασμα από ανέκδοτο διήγημα που βρίσκεται σε εξέλιξη. Είναι η ιστορία ενός παρκαδόρου που βγάζει αντικλείδια από το μπρελόκ που του αφήνουν οι εργαζόμενες γυναίκες και μπαίνει στα σπίτια τους όσο εκείνες απουσιάζουν. Ξέρει πότε να πάει και πότε να φύγει χωρίς να αφήσει ίχνη, ξαπλώνει στο κρεβάτι τους, ανοίγει τις ντουλάπες τους, φωτογραφίζει τα ρούχα τους, χρησιμοποιεί το μπάνιο τους, ποτίζει τα λουλούδια τους , ταΐζει τα ζώα τους, διαβάζει επιστολές και ημερολόγια και ψάχνει φωτογραφικά άλμπουμ. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, εμπλουτίζει τον φάκελο της καθεμιάς και κοιμάται ήρεμα.
Το άναρχο απόσπασμα του κειμένου νομίζω ότι αποτελεί οργανικό μέρος της έκθεσης της Μαριγώς Κάσση.
2005 Εγκατάσταση, Πελοποννησιακό Λαογραφικό ίδρυμα, Ναύπλιο.
2005 Εγκατάσταση, Μέδουσα Αίθουσα τέχνης, Αθήνα. Επιμέλεια: Λίνα Τσίκουτα.
Η μνήμη στην πορεία της ύπαρξης και η συνείδηση του χρόνου
Δρ. Λίνα Τσίκουτα – Δεϊμέζη
Ιστορικός Τέχνης – Επιμελήτρια στην Εθνική Πινακοθήκη
Οι καλλιτέχνες που εκτιμώ και μου αρέσουν δεν κάνουν άλματα, δημιουργώντας αγεφύρωτα χάσματα στην πορεία της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας. Οι εμμονές τους, που τους εγκλωβίζουν στην διερεύνηση σε βάθος των ίδιων ανησυχιών, είναι επίπονες αλλά δημιουργικές και τους δίνουν τη δυνατότητα να επεξεργαστούν και να εξαντλήσουν συχνά μέχρι τα άκρα τις σκέψεις τους.
Η Μαριγώ Κάσση βγαίνει στο χώρο, δημιουργώντας μια ενδιαφέρουσα εγκατάσταση. Παρ’ όλο το ότι η συνάντησή μας αφορούμε μέχρι τώρα τις ζωγραφικές της δημιουργίες, πάλι αισθάνομαι την ανάγκη ξεφυλλίζοντας τον παλιό κατάλογο της ατομικής της έκθεσης, πριν 3 χρόνια, να αναφέρω τον τίτλο του κειμένου μου από ένα στίχο της Κικής Δημουλά (1) «Ρίξε πρόχειρα γι’ απόψε όλη την ευθύνη στο δόλιο φίλημα που σου’ στειλε κάποια νοσταλγία». Την αφορά ακόμα στο νέο της εγχείρημα.
Η Κάσση έχει επιχειρήσει άλλες δύο φορές δημιουργίες στο χώρο, μια στην Θεσσαλονίκη στην Γκαλερί Ζήνα Αθανασιάδου με μικρογλυπτά από σύρμα και μια πέρυσι στην Γκαλερί 24 στην έκθεση «Παίζοντας με τον χρόνο», κατασκευάζοντας μια μικρή ντουλάπα με φουστανάκια και νοσταλγική μουσική, με παιδικές της φωτογραφίες, παίζοντας μ’ ένα παιχνίδι με το χρόνο.
Τώρα βγαίνει δυναμικά στο χώρο. Αβίαστα, με την ίδια θεματογραφία, τα ίδια υλικά, την ίδια φόρτιση της νοσταλγίας και της μνήμης. Η γυναικεία δημιουργία, που ψιθυρίζει κάτι οικείο σε άλλες γυναίκες. Τα παλιά της μοτίβα, τα φουστανάκια – ζωγραφιστά η πραγματικά – οι σκιές των κοριτσιών με σπρέι, τα χειροποίητα χαρτιά, το αχνό και απαλό, παρέπεμπαν σε μια «ανάμνηση καταστάσεων», μέσω των αντικειμένων. Η αποσπασματικότητα των λεπτομερειών των ζωγραφικών της συνθέσεων, το πλάσιμο της ύλης και της υφής τώρα βγαίνουν στο χώρο. Όλα αυτά που γνωρίζει και επίπονα απεικονίζει την ωθούν στο να «κάνει πολλά στο χώρο, για πολλές γυναίκες».
Από την οροφή της αίθουσας κρεμά πολλές διάφανες βέργες σε διαφορετική διάταξη, απ’ όπου αναρτά χάρτινα φουστανάκια από μικρές κρεμάστρες. Τα φουστανάκια, όλα διαφορετικά, με τα μοτίβα, τις δαντελίτσες, τους φιόγκους και τα κοψίματά τους, από χειροποίητα χαρτιά, που έφερε από Αγγλία και Αμερική. Όλα χειροποίητα, όλα μοναδικά, σαν τις γυναικείες υπάρξεις που αντιπροσωπεύουν. Συντριπτικό το λευκό, λίγα μαύρα, γκρι, ροζ, θαλασσί και δύο – τρεις παιδικές της φωτογραφίες ενσωματωμένες.
Διακόσια πενήντα περίπου μοναδικά φουστανάκια, αναφέρονται συνειρμικά στη μοναδικότητα των γυναικείων προσωπικοτήτων, που κρέμονται καθαρισμένες, εξαγνισμένες, σα σε οροφή ενός ιδιότυπου στεγνοκαθαριστηρίου της μνήμης. Η ογκυρότητα των φουστανιών παραπέμπει στις ίδιες τις γυναίκες, ενώ η «ανάδυση» της εικόνας καταλήγει σε μια νοσταλγική «πραγματικότητα», όπου πρωταγωνιστεί η μνήμη στην πορεία της ύπαρξης και η συνείδηση του χρόνου σ’ αυτήν.
2002 Γκαλερί 3, Αθήνα.
Ρίξε πρόχειρα γι’απόψε όλη την ευθύνη στο δόλιο φίλημα που σου’στειλε κάποια νοσταλγία¹
Λίνα Τσίκουτα
Ιστορικός Τέχνης – Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
«Painting relates to both art and life. Neither can be made (I try to act in that gap between the two. A pair of socks is no less suitable to make a painting with than wood, nails, turpentine, oil and fabrics. A canvas is never is never empty»
ROBERT RAUSCHENBERG
Ανάμεσα στους στίχους της Κικής Δημούλια και την ρήση του Robert Rauschenberg βρίσκεται το νήμα των νέων δημιουργών της Μαριγώς Κάσση.
Άλλος τίτλος θα μπορούσε να είναι: «υλικότητα, αίσθηση, νοσταλγία, ανάμνηση». Τα έργα που παρουσιάζει η ζωγράφος ανήκουν σε τρεις ενότητες που αλληλοσυμπληρώνονται, προσθέτοντας νέα στοιχεία από τη μια στην άλλη. Η θεματογραφία είναι σχετικά κοινή και η εκτέλεση των έργων επίσης. Μέσα από τη συστηματική ενασχόληση με τη φύση σε παλιότερες εκθέσεις της, με την απόδοση των εσωτερικών, των χώρων και της ανθρώπινης φιγούρας παρατηρούμε μιάν αέναη κίνηση από το αφηρημένο στο αφαιρετικό και από το informel στο παραστατικό. Κοινό μέλημα της η υφή, η αίσθηση, η υλικότητα της ζωγραφικής και των ενσωματωμένων υλικών της. Οπτική γωνία της, το αποσπασματικό, το «κοντινό», το οικείο. Στην καινούργια της δουλειά η θεματογραφία φέρει το «άρωμα» της γυναικείας υπόστασης. Συνηθίζουμε να λέμε πως η γυναικεία δημιουργικότητας δεν διαφέρει από την ανδρική. Στην περίπτωση αυτή όμως πρόκειται για έργα γυναίκας που μιλούν για τη γυναίκα και μάλλον απευθύνονται στη γυναίκα. Είναι σαν ψιθυρίσματα, ανάλαφρες γυναικείες κουβέντες, εξομολογητικές, άμεσες, ειλικρινείς και ανακουφιστικές.
Η οργάνωση των συνθέσεων ακολουθεί μια στρωματογραφία σε οριζόντιο και κάθετο άξονα που βοηθά την αφηγηματικότητα και την παρουσίαση των υφερπουσών νύξεων. Τα φουστανάκια και οι γόβες είναι ζωγραφισμένα με ξηρά παστέλ και μολύβι σε καφέ χαρτί, ενώ οι σκιές κοριτσιών είναι εκτελεσμένες με σπρέι. Ο μεταλλικός τρίφτης, η ξύλινη κουτάλα ήτα πορσελάνινα κεφαλάκια προστίθενται στο εικονογραφικό ρεπερτόριο των έργων.
Στη δεύτερη ενότητα με βάση χαρτί ταπετσαρίας και χειροποίητα χαρτιά, εναλλάσσονται τα προηγούμενα εικονογραφικά μοτίβα σε διάφορους συνδυασμούς. Τέλος μια τρίτη ενότητα παρουσιάζει σε ποικίλες στάσεις γυναικείες νεανικές γάμπες, κι’ έναν ατελείωτο συνδυασμό ποδιών με παπούτσια στα διάφορα ιεραρχημένα επίπεδα της στρωματογραφίας των συνθέσεων. Τα χρώματα των έργων άλλοτε εκρηκτικά κι άλλοτε σε αποχρώσεις αχνές κι απαλές σαν την ανάμνηση των αντικειμένων ή των καταστάσεων που απεικονίζουν.
Τα έργα φέρουν μέσα τους κάτι από την σχεδιαστική αμεσότητα των κόμιξ και το επαναλαμβανόμενο καθημερινό αντικείμενο της Pop Art. Οι σταμπωτές κοριτσίστικες φιγούρες, παρ’όλη την αφοπλιστική αθωότητά τους φέρνουν στο μυαλό τα αποτυπώματα των «ΑνθρωπομορφΙών» τουYves Klein ή τις «παιδικές» φιγουρίτσες του Jean Dubuffet. Η αφηγηματική στρωματογραφία παραπέμπει ακόμη στην κινητικότητα των επαναλαμβανόμενων κινηματογραφικών instantannes. Η αποσπασματικότητα των λεπτομερειών, των εικόνων και το «πάγωμα» τους θυμίζει ακόμη τερτίπια των διαφημιστικών spots.
Στην περίπτωση της Μαριγώς Κάσση όμως είναι ένας εύγλωττος τρόπος να μιλήσει για την ομορφιά, που όμως δεν έχει καμία σχέση με την εμπορευματοποίηση. Ομορφιά που έχει να κάνει με την παιδικότητα, την αθωότητα, την τρυφερότητα, την νεανικότητα, την ενηλικίωση και τον ερωτισμό της γυναίκας, μέσα από αντικείμενα φετίχ. Ομορφιά του πλασίματος, της ύλης και της υφής, όπου η τεχνική, το απαλό παστέλ προσδίδει γλυκύτητα στην εικόνα (παιδικό φουστανάκι) και τα διάφορα αξεσουάρ (χρωματιστά υφάσματα, παγέτες σε χρυσές, μαύρες ή μωβ αποχρώσεις) αυξάνουν την …επιθυμία.
Αφές, οσμές, εικόνες ξεπετιούνται από τη μνήμη σε μια διακριτική, νοσταλγική, χαμηλότερη περιήγηση αναμνήσεων .Όπου όπως έγραφε η ίδια, το 1994, με άλλη ευκαιρία, «εσωτερική συνθήκη και η εξωτερική αναφορά αλληλουπονομεύονται για να ταυτιστούν τελικά».
(1) Κική Δημουλά, «Συνένοχες εαρινές διαθέσεις» από τη συλλογή «Ενός λεπτού μαζί», Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1998.
Χωρίς Τύψεις
Ελιάνα Χουρμουζιάδου
Συγγραφέας
Από μικρή είχα μάθει να δίνω σημασία στα ρούχα. Η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ κομψή, όπως και η γιαγιά μου, η οποία έραβε μάλιστα η ίδια. Θυμάμαι το δωμάτιο ραπτικής με την ραπτομηχανή, τον μεγάλο καθρέφτη για την πρόβα, το στρογγυλό τραπέζι σκεπασμένο με υφάσματα, πατρόν, καρφίτσες και βελόνες, την ακαταστασία και την πανταχού παρούσα επίγνωση της χρησιμότητας και του συμβολισμού κάθε στοιχείου της εξωτερικής εμφάνισης. Αυτή την ατμόσφαιρα την ξαναζωντάνεψε μπροστά μου με απροσδόκητη ακρίβεια η Μαριγώ Κάσση.
Κυρίαρχη, σαρωτική σχεδόν, η γυναικεία παρουσία αποθεώνεται, ήδη από την αφετηρία. Σοσόνια και ίσια παπουτσάκια, για να εξασφαλίζουν την ευστάθεια. Βήματα σαν την κίνηση της ζωής ή το χρόνο που τρέχει. Φορεματάκια με δαντέλες, σε χρώματα που υπογραμμίζουν ότι αυτή η ηλικία ανήκει ακόμα στην αθωότητα. Έπειτα ο χρόνος μακραίνει τα πόδια, τα παπούτσια αποκτούν ψηλά τακούνια, αιχμηρές μύτες και ενίοτε σκεπάζονται από την ιριδίζουσα φωταύγεια της παγιέτας. Τα ρούχα που τυλίγονται σφιχτά γύρω από το σώμα είναι σύμβολα νοηματικής γλώσσας. Τα υλικά καλούν το χέρι να τα αγγίξει. Το σύνολο είναι σαν ακτινογραφία ενός μυαλού που ονειρεύεται, ποθεί και θυμάται.
Το περιεχόμενο μιας ντουλάπας ισοδυναμεί με το περιεχόμενο της φαντασίας. Στην πραγματικότητα, σκέφτομαι, αυτά τα ροζ και σατινέ πρέπει να κυκλοφορούν στους δρόμους. Αυτά τα πόδια υπόσχονται πιο πολλά απ’ όσα μπορούν να πραγματοποιήσουν. Οι μορφές όμως καλύπτουν όλο το εύρος του φάσματος: άλλοτε φευγαλέες, ντροπαλές, άλλοτε μυστηριώδεις σαν ψίθυροι που αιχμαλωτίστηκαν μέσα στο έργο κι άλλοτε πάλι ευκρινείς και ερωτικές. Και μολονότι συνυπάρχουν με μια πραγματικότητα (τα σκεύη της κουζίνας!) που δεν μπορεί να καλλωπιστεί, που δεν έχει ελπίδα να γοητεύσει, η επιδίωξη της ομορφιάς νικά κατά κράτος. Μακριά από το απαγορευτικό μεγαλείο του κλασικού κάλλους, νομιμοποιείται ως στοιχείο απαραίτητο για την ψυχική μας ισορροπία, ως αντίδοτο σε ένα κατά το μάλλον ή ήττον εχθρικό για τον άνθρωπο περιβάλλον.
Έχω την εντύπωση ότι η Μαριγώ Κάσση ανακεφαλαιώνει μ’ ένα βλέμμα τον άμεσο κόσμο της γυναίκας, ότι αγγίζει το σώμα και την ψυχή της: τα ρούχα, τα βλέμματα, τον αέρα στα μαλλιά των κοριτσιών που περνούν τρέχοντας μέσα από τους πίνακες. Θα ήθελα να κλείσω με αυτά τα κορίτσια. Μου θυμίζουν τις επιθυμίες μας που καλπάζουν. Δεν νοείται άνθρωπος χωρίς επιθυμίες. Είναι τα απλωμένα χέρια με τα οποία η ψυχή κρατιέται στον κόσμο. Κι όμως, βλέποντας αυτά τα κορίτσια, θέλω να τους πω: Μην έχετε μεγάλες προσδοκίες. Όσο κι αν θέλετε να κατακτήσετε τον κόσμο, εκείνος θα σας κατακτήσει πρώτος.
1999 Γκαλερί 3, Αθήνα.
Νίκος Ξυδάκης
Δημοσιογράφος – Κριτικός Τέχνης
Το πρώτο πράγμα που τράβηξε το μάτι μου στη ζωγραφική της Μαριγώς Κάσση πριν από δύο χρόνια, ήταν το κόκκινο χρώμα. Ένα κόκκινο φλογισμένο, προκλητικό, φωτεινό και παθιασμένο, που δεν το συναντάς ποτέ στη φύση. Ήταν ένα κόκκινο από αυτά που χρησιμοποιεί η λαϊκή ζωγραφική για να αποδώσει τα τριαντάφυλλα, τα άλικα ρόδα, ή την καρδιά της πιστής παρθένας σε θρησκευτικές λιθογραφίες. Ήταν ένα κόκκινο τόσο ακραίο και προβεβλημένο, που φλερτάριζε με το χυδαίο ήταν η γοητευτικά ασαφής μεθόριος του πάθους και της πουτανιάς.
Μετά το κόκκινο που σου έπαιρνε το μάτι, πρόσεχες την αφήγηση: χαμηλότονη, υπαινικτική, ατμοσφαιρική. Αμυδρές φιγούρες ανθρώπων, μια παιδική αιώρα, θαμπές φωτογραφίες σαν από οικογενειακές συγκεντρώσεις, εκδρομές… Το κόκκινο αφηγείται τα ψεύτικα τριαντάφυλλα, τους έδινε σάρκα και λάμψη ήταν η ευφροσύνη πουτανιά. Το αχνό μαύρο (τα σκοτάδια) ήταν για τους ανθρώπους, σαν να παραδεχόταν ότι στην ανθρώπινη κατάσταση τη σκεπάζει η λησμονιά και η θλίψη.
Στις καλύτερες στιγμές της καινούργιας έκθεσης θεωρώ ότι επικρατούν και πάλι αυτά τα στοιχεία. Οι ανθρώπινες φιγούρες έχουν συμπτυχθεί σε δύο αρχέτυπα: μια παιδική-γυναικεία, οιονεί αυτοβιογραφική, και σε έναν κινούμενο «κλέφτη», όπως τιτλοδοτεί η ίδια η ζωγράφος. Μια Τρίτη φιγούρα είναι η βαλίτσα. Ο κλέφτης συχνά παίρνει τη βαλίτσα, το κουτί με τα κρυμμένα. Το κορίτσι κοιτά προς το βάθος του πίνακα με πλάτη στον θεατή είναι η βαλίτσα. Ο κλέφτης συχνά παίρνει τη βαλίτσα, το κουτί με τα κρυμμένα. Το κορίτσι κοιτά προς το βάθος του πίνακα με πλάτη στον θεατή κοιτά πίσω, στον παρελθόντα χρόνο ή στον άχρονο χώρο του ονείρου. Η γυναίκα κοιτά τον θεατή, ή έναν νοητό καθρέφτη, σαν τον Βελάσκεθ, σαν είδωλο ονείρου.
Δεν ξέρω αν ο κλέφτης κλέβει την αθωότητα και οδηγεί στην ενηλικίωση, αν κλέβει όνειρα, αν κλέβει την παλιά ζωγραφική της δημιουργού. Καλύτερα νομίζω να κλείσουμε εδώ τον ονειροκρίτη, για να κοιτάξουμε καλύτερα τη ζωγραφική επιφάνεια θαρρώ ότι εκεί βρίσκεται το βάθος , εκεί τα μυστικά.
Ξεχωρίζω μεμιάς ένα μικρό σχετικά έργο, που συμπυκνώνει σχεδόν όλο αυτό τον κύκλο. Πρόκειται για τρεις φιγούρες σκοτεινές, ασαφείς, ρέουσες, τρία φάσματα από κάρβουνο, που κινούνται προς τα αριστερά. Το φόντο άνω είναι λευκό, μια οθόνη κάτω, το έδαφος, είναι μουτζούρα, κόνις και τέφρα, ίδιο υλικό με τα ανθρώπινα σώματα που εκβάλλουν από μέσα του πάνω στην καρβουνιά, κόκκινες κηλίδες σκόρπιες, νύξεις ηδυπαθών ρόδων. Η βάση όλου του πίνακα είναι μια χρυσή τρέσα μοδιστρικής, το πιο απτό, ανθρώπινο στοιχείο, το υλικό (και φθαρτό και παρηγορητικό) σε έναν κόσμο φασμάτων.
Τα σκοτεινά φάσματα ανθρώπων, τα φλογοκόκκινα ρόδα του πάθους, και η ξεδιάντροπα διακοσμητική τρέσα, είναι τα τρία κύρια στοιχεία αυτής της ζωγραφικής.
Η Κάσση αφηγείται υπαινικτικά όνειρα, αναμνήσεις και φόβους, παραδίδεται στη μέθη του χρώματος (κόκκινο πρωτίστως, αλλά και φούξια και πορτοκαλί, και κάποτε κόντρα: πράσινο), ενώ ταυτόχρονα παραδίδεται στον παροξυσμό της διακόσμησης, της ματιέρας, των υλικών. Επιθέτει χειροποίητα χαρτιά το ένα πάνω στο άλλο, μισοσκεπάζοντας ίχνη και θολώνοντας τα σήματα, κολλάει κομμάτια ταπετσαρίας και τα ξαναζωγραφίζει, χειρονομεί εδώ κι εκεί με τα παστέλ, σβήνει και απαλύνει κι ύστερα επιτίθεται και πάλι.
Είναι μια ζωγραφική διαρκώς ημιτελής, σαν τα όνειρα ή τις αναμνήσεις: τα δυνατά είναι τα ημιτελή, τα ασαφή. Ένας λυρικός εξπρεσιονισμός, που ταλαντεύεται μεταξύ του ασύλληπτου φάσματος και της ζωγραφικής υλικότητας. Από τη μια, το ανείπωτο από την άλλη, το μεθύσι και η χαρά και η φενάκη των χρωμάτων, των υλικών, της ίδιας της ζωγραφικής. Στο ενδιάμεσο, ο πίνακας. Μια γλυκιά ματαιοπονία.
1997 Χώρος τέχνης 24, Αθήνα.
Μισέλ Φάις
Συγγραφέας
Μια σκάλα που δεν έχει βαθιά χαραχτεί από πατημασιές είναι, απ΄τη δική της άποψη, κάτι αδιάφορα και μελαγχολικά καμωμένο από ξύλο, και τίποτε άλλο.
Η Μαριγώ Κάσση στην τελευταία της έκθεση πιστεύω ότι ακολουθεί, όπως το σκυλί τον αφέντη, αυτή την σπαραγματική σκέψη του Φραντς Κάφκα. Αφού τα έπιπλα που σωρεύει στο τελάρο της – απομεινάρια σπιτιών που τα ακούμπησε ο θάνατος – αναζητούν τις πατημασιές των ανθρώπων που τα χρησιμοποίησαν. Γι’ αυτό η καρέκλα, το τραπέζι, η ντουλάπα, ο καθρέφτης, δεν είναι η καρέκλα, το τραπέζι, η ντουλάπα, ο καθρέφτης, πάνω απ’ όλα είναι η ηχώ των βλεμμάτων, των αφών, των ακουσμάτων και των οσμών που τα βίωσαν.
Αυτά τα υπό μετακόμιση έπιπλα σπρώχνονται στο βάθος του οπτικού πεδίου – σε αντίθεση με προηγούμενες δουλειές της ζωγράφου που δέσποζαν σε πρώτο πλάνο, σε μια αγχώδη και πνιγηρή αναπαράστασή τους. Η μνήμη όμως που εργάζεται αθόρυβα και αδιάκοπτα μεταμορφώνει τον πόνο και τον πανικό της απουσίας σε φιλήσυχο πένθος και περισυλλογή. Ναι, η Κάσση στολίζει τη περασμένη ζωή της με επικολυμμένα τριαντάφυλλα ή μαργαρίτες και με φωτοτυπίες από φωτογραφίες παιδικών γενεθλίων, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι συγγενείς φροντίζουν τους πεφιλημένους τεθνέωτες. Αυτες οι εικόνες, στα δικά μου μάτια, είναι τα τρυφερά επιτύμβια μιας ανεπίστρεπτης εποχής κοινής σε αρκετούς από εμάς.
1996 Αίθουσα τέχνης Αθηνών, Αθήνα / Ζήνα Αθανασιάδου Art gallery, Θεσσαλονίκη.
Αφροδίτη Κούρια
Ιστορικός Τέχνης
Η φύση σαν μνήμη, φιλτραρισμένη από το χρόνο και την προσωπική ευαισθησία της ζωγράφου, η φύση στην απτή, υλική της παρουσία απασχολεί τη Μαριγώ Κάσση τα τελευταία χρόνια. Στα πρόσφατα έργα της κυρίαρχο στοιχείο το νερό. Το «βαρύ», βουβό νερό της λίμνης, σκοτεινή μήτρα με μια μυστηριακή, σιωπηλή ζωή. Και σ’ αυτή την περίπτωση η Κάσση επεξεργάζεται το θεματικό σημείο αναφοράς με άξονα τη σχέση της με τη (ζωγραφική) ύλη -σχέση που αποτελεί το σταθερό πυρήνα των αναζητήσεων της καλλιτέχνιδας. Πειραματιζόμενη με τα υλικά της και τη συμπεριφορά τους, η Κάσση δούλεψε την ακουαρέλα πάνω σε στόκο, πετυχαίνοντας έτσι να δώσει μια μουντή, βαριά χρωματική εντύπωση, ταιριαστή με την εικόνα του νερού της λίμνης. Η επιφάνεια αποκτά, θα’ λεγες, μια υγρή σωματικότητα που απέχει πολύ από την ανάλαφρη διαφάνεια της ακουαρέλας.
Σ’ αυτή την στοιχειωμένη υδάτινη επιφάνεια κινούνται μικρές βάρκες με μια ανοδική φορά. Βάρκες που θα μπορούσαν να είναι και πουλιά, που βγαίνουν από το τελάρο για να πετάξουν στον αέρα. Παιχνίδι του χεριού μα και παιχνίδι της τέχνης, το μοτίβο της βάρκας-πουλιού σε τούτα τα έργα της Κάσση φορτίζεται συμβολικά από τη βούληση της καλλιτέχνιδας, καθώς γίνεται όχημα φυγής, περάσματος σε άλλο χώρο,
Κυριολεκτικά και μεταφορικά . Αυτή η «έξοδος» στο χώρο, η τάση υπέρβασης των ορίων μορφοποιείται και με καθαρά πλαστικά μέσα, άλλοτε πιο υπαινικτικά και άλλοτε πιο άμεσα. Σε κάποια έργα το κάδρο γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο της εικόνας, με το χειρισμό του χρώματος και το δούλεμα της επιφάνειας, ενώ αλλού το ίδιο το τελάρο με τα όρια και τη γεωμετρία του έχει ακυρωθεί. Ακόμη και εδώ όμως μια υπόμνηση του ζωγραφικού πλαισίου, με τις συνδηλώσεις της επιφάνειας – τοίχοι, επιμένει.
Η ζωγραφική επιφάνεια και η διαστρωμάτωση του υλικού πάνω της, κομβικά σημεία της εικαστικής έρευνας της Κάσση, αποκτούν με τη χρήση του στόκου μια ιδιαίτερη πλαστική σημασία, που σε κάποιους πίνακες υπογραμμίζεται εννοιολογικά από την έμφαση στο καδράρισμα της εικόνας, με τη χρήση των χρωματικών πλαισίων που παραπέμπουν σε παλιές τοιχογραφικές διακοσμήσεις. Η ανάμνηση των τοιχογραφιών της Πομπηίας, που έχει σημαδέψει τη ζωγραφική της Κάσση εδώ και μερικά χρόνια, άφησε το ίχνος της με ένα πιο σκηνογραφικό τρόπο στην τελευταία της δουλειά.
Η κυρά Φροσύνη
Αφροδίτη Κούρια
Ιστορικός Τέχνης
Για τη Μαριγώ Κάσση η συνάντηση με το «μύθο», με το δοτό θέμα στάθηκε μια πρόκληση. Ξεκινώντας για πρώτη φορά από ένα συγκεκριμένο θεματικό σημείο αναφοράς, η καλλιτέχνης ζήτησε να το εντάξει, να το «οικειοποιηθεί» μέσ’ από τη σχέση της με τη (ζωγραφική) ύλη – σχέση που αποτελεί εδώ και χρόνια τον πυρήνα της δουλειάς της, όπου το θέμα δεν υπήρξε ποτέ αφετηριακό ερέθισμα. Κάποια συστατικά ωστόσο της ιστορίας (το νερό ιδιαίτερα) κέντρισαν – όπως λεει η ίδια – την ευαισθησία της. Πειραματιζόμενη με τα υλικά της και τη συμπεριφορά τους, η Κάσση βρήκε λύσεις που μορφοπλαστικά υπηρετούν τη σημαντική του θέματος. Δουλεύοντας την ακουαρέλα πάνω σε στόκο πετυχαίνει να δώσει μια μουντή, βαριά χρωματική εντύπωση που ανακαλεί το στάσιμο, βρώμικο νερό της λίμνης όπου βουλιάζουν και σήπονται τα σώματα. Η επιφάνεια αποκτά, θάλεγες, μια «υγρή σωματικότητα», που απέχει πολύ από τη γνώριμη ανάλαφρη διαφάνεια της ακουαρέλας. Υποβλητικές εικόνες, στοιχειωμένες από τη γεύση του θανάτου. Το γυναικείο σώμα είναι κυρίαρχη παρουσία σε κάποιους πίνακες, οριοθετώντας το χώρο. Σώματα «βουβά», χωρίς κεφάλι. Η έμφαση δίνεται έτσι στο θηλυκό στοιχείο. Παράλληλα, ωστόσο, το ακέφαλο ακρωτηριασμένο σώμα αναφέρεται άμεσα στη βία, στο μαρτυρικό θάνατο των γυναικών.
Η ζωγραφική επιφάνεια και η διαστρωμάτωση του υλικού πάνω της, κομβικά σημεία της έρευνας της Κάσση όλα αυτά τα χρόνια, έχουν αποκτήσει εδώ, με τη χρήση μάλιστα του στόκου, μια πλαστική σημασία με ξεχωριστή εννοιολογική βαρύτητα. Παραπέμπουν σε τοιχογραφίες όπου ο χρόνος έχει αφήσει τα σημάδια του. Η ιστορία – θρύλος του αλλοτινού καιρού σαν μια εικόνα άλλης εποχής, ιδωμένη μέσ’ από το φίλτρο του χρόνου. Το μικρό σχήμα κάποιων έργων με «επεισόδια» του δράματος και βέβαια η έμφαση στο κάδρο, στην πλαισίωση της κάθε παράστασης, όπου κάποτε διακρίνεται η βούληση για ένα σκηνογραφικό στήσιμο των εικόνων, επιβεβαιώνουν αυτή την αντίληψη της ζωγράφου για το χειρισμό του θέματος.
1990 Νέες Μορφές, Αθήνα.
Γιάννης Χ. Παπαιωάννου
1. Οι δύο ενότητες αυτής της έκθεσης παρουσιάζουν με συμπληρωματικό τρόπο τους προβληματισμούς της Μαριγώς Κάσση στην έκφραση του χώρου. Άσχετα προς τη διαφορετικής τους αφετηρία, τόσο ο «Μέσα Χώρος» όσο κι ο «Σκοινοβάτης», ορίζουν μιαν εσωτερική διαδρομή σε δύο πλάνα, ανταλλάσσοντας μεταξύ τους και προωθώντας τις επινοήσεις κι επεμβάσεις της ζωγράφου, έτσι που το έργο να ισορροπεί αυστηρά ανάμεσα στο παραστατικό και την αφαιρετικότητα.
2. Ο «Μέσα Χώρος» ξεκινά από ένα άμεσο οπτικό ερέθισμα: είναι το μέσα δωμάτιο – αποθήκη του ατελιέ, ένας σιωπηλός χώρος με τελάρα, που «γράφει» μέσ’ απ’ τη σχισμή που αφήνουν τα μισόκλειστα παντζούρια. Η Κάσση ζητεί να διαλύσει αυτόν τον γνώριμο της χώρο και να βρει μια νέα του άρθρωση που να εκφράζει κάτι παραπάνω: μια εσωτερική κατάσταση. Μη επιδιώκοντας να μετακινήσει την εστία του φωτός ούτε τα στημένα αντικείμενα, επινοεί επεμβάσεις που την οδηγούν σ’ έναν άλλο βαθμό εύπλαστότητας: χρησιμοποιεί το σκοτάδι για ν’ αξιοποιήσει υπαινικτικά τα λογχίσματα του φωτός σαν εκλάμψεις. Υιοθετεί μια βίαιη, αλλά ταυτόχρονα λιτή κι ελεγχόμενη χειρονομία που γδέρνει κυριολεκτικά τη ματιέρα της (grattage), ζωντανεύοντας τον ακίνητο χώρο. Τα εννιά κομμάτια με παστέλ και κάρβουνο σε χαρτί αποτελούν επεξεργασίες της ίδιας αρχική εικόνας με διαφορετικές επιλογές, που θέτουν σε μηχανισμό ενδιαφέρουσες προσθαφαιρετικές διαδικασίες. Είναι χαρακτηριστικό πως οι κατακτήσεις που σημειώνονται εδώ χρησιμοποιούνται σαν αφομοιωμένα ευρήματα και στη σειρά του «Σκοινοβάτη», που με τη σειρά του εμπλουτίζει με δικές του φορτίσεις το «Μέσα Χώρο».
3. Ο «Σκοινοβάτης» αποτελεί ένα οδοιπορικό πολλαπλών προσεγγίσεων μέσα και γύρω από την εικόνα. Το θέμα που αποτελεί μια αλληγορία της μοίρας του καλλιτέχνη που διακινδυνεύει την ίδια του την υπόσταση σε μιαν άσκηση αυτοπειθαρχίας στα χείλη της αβύσσου. Στο δικό του «Σκοινοβάτη» (1958), ο Ζαν Ζενέ ψιθυρίζει ερωτικά: «Κυνηγός μαζί και θήραμα, απόψε εκθέτεις τον εαυτό σου, τον εαυτό σου που δραπετεύει και τον καταδιώκεις (…) Τον εαυτό σου τον πλησιάζεις και τον συλλαμβάνεις μόνο μια στιγμή, πάντα σε τούτη τη θανάσιμη, λευκή μοναξιά». Ο «Σκοινοβάτης» είναι μια σειρά από 26 μικρά (παστέλ σε χαρτί) και 4 μεγάλα (λάδι, παστέλ σε μουσαμά) έργα. Πρωταγωνιστής σ’ ένα χώρο που άλλοτε μοιάζει άβυσσος κι άλλοτε – κάτω – πίστα τσίρκου, είναι ο μοναχικός άνθρωπος, που κρατώντας το κοντάρι ισορροπεί στο τεντωμένο σκοινί των ακρότατων ιλίγγων. Πλημμυρισμένος από φως, ανακαλύπτει τις μυστικές δυνατότητες του συρματόσκοινου, σ’ ένα διάλογο θανάσιμης ακρίβειας μαζί του. Οι θεατές, που στα προσχέδια είχαν μια θέση κάτω στη σύνθεση, χωνεύονται και χάνονται στο σκοτάδι. Σε μερικά κομμάτια ο «Σκοινοβάτης» μοιάζει σαν Μάρτυρας – Εσταυρωμένος, ενώ σε κατοπινότερα παρακολουθούμε τη βαθμιαία εξαφάνισή του. Στα τελευταία έργα ο χώρος γυμνώνεται από κάθε ανθρώπινη παρουσία. Μένει ένα σκηνικό μεταφυσικής ερημιάς, όπου σκοινιά, προβολείς κι αιώρες λειτουργούν υπαινικτικά μέσ’ απ’ την προσωρινότητά τους κι εναρμονίζουν το δρώμενο που προηγήθηκε με το χώρο που το αγκάλιασε.
4. Η Κάσση δουλεύει το θέμα της με τη μέγιστη δυνατή αυστηρότητα, ξέροντας πόσο εύκολη είναι η εκτροπή του προς το μελοδραματισμό. Ξέρει, σαν το σκοινοβάτη, πως η αναζήτηση πρέπει να γίνει δίχως παραχωρήσεις στο κοινό ή στην οποιαδήποτε ευκολία. Διαισθάνεται τι δυνατότητες προσδίδει η θέληση στο κορμί που βρίσκεται πάνω στο συρματόσκοινο, διαισθάνεται τη λογική του κινδύνου και την ανάγκη να εκφράσει το μέγιστο, μέσ’ απ’ την ελαχιστοποίηση των μέσων της. Με ηθελημένη ολιγοχρωμία, χειρονομιακή λιτότητα και τεταμένη προσοχή ιχνογραφεί σχεδόν αποκλειστικά με μια λάμα κοπιδιού, «βγάζοντας» αποφασιστικά την κίνηση και το φως που επιδιώκει. Στα μεγάλου μεγέθους έργα της χρησιμοποιεί στερεοσκοπικά το σκοινί, ενώ κίνηση και φως δίνονται τώρα με παστέλ, με δυνατές χειρονομίες πινέλου ή σπάτουλας, ακόμη και με τη χρωματική αμεσότητα χτυπημάτων απ’ το ίδιο το σωληνάριο.
5. Η Κάσση αποσπά το έργο της μέσα απ’ το κενό, με έναν επώδυνο τρόπο. Κάθε εικόνα της, συμπληρωματική εκείνης που προηγήθηκε, έρχεται να μας θυμίσει τα εμπιστευτικά λόγια του Braque: «Αρκέσου στην ανακάλυψη, φυλάξου απ’ την εξήγηση».
Η απώλεια της μορφής στο χρόνο
Ελένη Βακαλό
Ποιήτρια – Ιστορικός τέχνης
Οι σκοινοβάτες της Κάσση ισορροπούν πάνω από ένα κενό. Είναι ο χώρος του τσίρκου ή ένας χώρος κοσμικός; Τίποτα δεν τον ορίζει. Η ύλη του είναι το φώς. Άσπρο πάνω από στο άσπρο αποκτάει υφή χωρίς όμως να γίνεται σώμα στερεό. Κι ούτε έχει πηγή ή αντικείμενο να φωτίσει. Είναι έκσταση, με οποιαδήποτε ερμηνεία. Καταλαμβάνει όλο τον πίνακα και μόνο στο κάτω μέρος του πυκνώνει σε κάποια σχήματα ή σε συσσώρευση σκοταδιού.
Και το σκοτάδι θαρρείς είναι πιο φιλικό, πιο απτό. Ισοδυναμεί μ’ αυτή τη σκιώδη φιγούρα, την τόσο μικρή, που σκοινοβατεί στο πάνω μέρος του πίνακα. Το τεντωμένο σκοινί, μια γκρίζα γραμμή, είναι το κύριο γεγονός του πίνακα. Εν κινδύνω. Η περιγραφή του μηδαμινή. Ένα σχήμα με μια πινελιά. Ίσα-ίσα δηλώνεται. Χρωματικά είναι σβυσμένος από την παράσταση στην εικόνα. Η σημασία έχει μετατεθεί από την παράσταση στην έννοια. Είναι αυτός που προσπαθεί να βαδίσει πάνω από το κενό. Ο κίνδυνος του κενού είναι το θέμα που αφορά τους θεατές.
Σύντομο οδοιπορικό στη δουλειά της Μαριγώ Κάσση.
Δημήτρης Πλάκας
Περιοδικό: ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
Στο χώρο τέχνης «Αριάδνη» εγκαινιάζεται τη Δευτέρα η έκθεσης της Μαριγώς Κάσση η οποία έχει μια έντονη και δραστική παρουσία στη σύγχρονη Ελληνική ζωγραφική. Απλά καταθέτω μια μαρτυρία και μια άποψη όχι του αισθητικού και του τεχνοκρίτη, αλλά του φίλου που παρακολουθεί το επίπονο οδοιπορικό της Μαριγώς Κάσση.
Της Μαριγώς Κάσση έχουν προηγηθεί 3 ατομικές και πολλές συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις. Απολογισμός μιας 10ετίας (1982-1992) όχι ευκαταφρόνητος. Δέκα χρόνια δεν είναι πολλά. Εν τούτοις η Κάσση δεν παρέμεινε μόνιμα σταθερή στην επιλογής της. Συνεχώς αναζητεί νέους θεματικούς ορίζοντες, νέους τρόπους γραφής. Ξεκινά με νεκρές φύσεις. Σχήματα γεωμετρικά ή αντικείμενα με σοφία συντεταγμένα συγκροτούν ένα κόσμο ρευστό και αβέβαιο που μετεωρίζεται στο μεταίχμιο.Τον αμφισβητεί ή τον φοβάται η δημιουργός;
Η απάντηση δεν θα δοθεί γιατί η Κάσση προχωρεί σε μια νέα φάση, που αντιπροσωπεύει κυρίως με την τελευταία έκθεσή της στην γκαλερί «Νέες Μορφές» Αθηνών το 1990. Ο διάλογος με τον έξω κόσμο διακόπτεται. Η δημιουργός αποσύρεται. Θέμα της τώρα ο κλειστός χώρος, ένας ασφυκτικός θάλαμος. Σκοτεινός; Όχι απόλυτα. Ένα απεγνωσμένο φως προσπαθεί να διασχίσει το πυκνό σκοτάδι. Η πηγή κάποτε ορατή. Ένα μικρό ή μεγαλύτερο άνοιγμα στο βάθος. Μια έξοδος. Ποιός όμως να δραπετεύσει από το «Μέσα χώρα» (τίτλος που έχει δοθεί σ’ όλη αυτή τη σειρά από την ίδια τη ζωγράφο), που είναι έρημος και φαινομενικά ακατοίκητος; Γιατί η (ο) ένοικος δεν ψηλαφεί το σκοτάδι για να επιχειρήσει την οριζόντια έξοδο.
Η Μαριγώ επιλέγει την κάθετη λύτρωση προς τα ύψη. Απογειώνεται και ακροβατεί πάνω από τα σκότη, «στα χείλη της Αναβύσσου… μάρτυρας εσταυρωμένος», όπως παρατηρεί ο ιστορικός της Τέχνης Γιάννης Παπαιωάννου στον κατάλογο της έκθεσης. Τριάντα έργα της σειράς «Ο Σκοινοβάτης», «πρωταγωνιστής σ’ ένα χώρο που άλλοτε μοιάζει άβυσσος κι άλλοτε κάτω πίστα τσίρκου» μαρτυρούν το επικίνδυνο παιχνίδι. Άσκηση γοητευτική, ο ίλιγγος του χαίνοντος κενού, η αυτοβεβαίωση του θριάμβου. Ή κάπου – κάπου υπαινικτικοί θεατές περιδεείς παρακολουθούν το αμφίσημο παιχνίδι, ανάμεσα στο ναι και στο όχι, τη ζωή και τον θάνατο. Ο ανεξάντλητος κόσμος του σκοινοβάτη και του τσίρκου, θέμα αιώνιο του λογοτέχνη και του ζωγράφου, σε μια νέα εντελώς προσωπική εκδοχή. Θα περίμενε κανείς μια διαρκέστερη παραμονή.
Κι ιδού η έκπληξη. Με την τελευταία της δουλειά που παρουσιάζει για πρώτη φορά στην πόλη μας η Κάσση προχωρεί στον έξω χώρο, στον ανοιχτό ορίζοντα, στο ύπαιθρο. Πρώτο βήμα ο κήπος, «ο κήπος στην Ανάβυσσο», όπως τιτλοφορεί τη σειρά η ζωγράφος. Χώρος ζωγραφική εντοπισμένος, που παραπέμπει στην αλυκή και στις φιλολογικές μας μνήμες από την Γαλήνη του Ηλία Βενέζη. Τοπίο ήδη φορτισμένο που επιβαρύνεται από τους πίνακες της Κάσση. Θητεία ασφυκτική. Πλέγμα με κάποιες κάποτε διαφυγές. «Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους» είναι σαν να συμφωνεί η ζωγράφος με τον ποιητή. Θεατές και συνταξιδιώτες δεν έχουμε παρά να συναινέσουμε, αφού μας καθηλώνει η πειστική γραφή.